Η εφαρμογή της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας ως αφορμή για την οριοθέτηση των προϋποθέσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας
Ι. Ιστορικό των υποθέσεων
Ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, κυρίως των Ανωτάτων Δικαστηρίων (αν και όχι μόνο), εμφανίζουν μία σημασία που εκτείνεται πέρα από τα όρια της συγκεκριμένης κριθείσας υπόθεσης. Μία τέτοια περίπτωση αποτελούν και οι πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης κατά αποφάσεων του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, οι οποίες διέταξαν τη διακοπή λειτουργίας ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών με το επιχείρημα της παρεμβολής τους στα ραδιοβοηθήματα του νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Οι αποφάσεις αυτές της Επιτροπής Αναστολών (ΕΑ ΣτΕ 142- 145/2001) δεν αποφάνθηκαν απλώς επί των συγκεκριμένων αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης αλλά, πέραν τούτου, έθεσαν γενικότερα ζητήματα, τα οποία συνδέονται τόσο με την αρχή της νομιμότητας και τα όρια δράσης της εκτελεστικής εξουσίας όσο και με τις προϋποθέσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Οι απαρχές των ως άνω υποθέσεων απαντώνται στις διατάξεις του ν. 2328/1995, ο οποίος προέβλεψε τη δυνατότητα χορήγησης αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών κατόπιν τήρησης ορισμένης διαδικασίας και συνεκτίμησης συγκεκριμένων κριτηρίων (άρθρα 6 και 7)[1]. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η υπ' αρ. ΑΠ 1430/10-12-1996 απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης περί προκήρυξης είκοσι (20) αδειών τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών στο Νομό Αττικής και στη σχετική διαδικασία συμμετείχαν ογδόντα έξι (86) συνολικά ενδιαφερόμενοι για τη λήψη άδειας. Ενώ, όμως, εκκρεμούσε ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης η διαδικασία αξιολόγησης για τη χορήγηση των ως άνω αδειών, εκδόθηκε ο ν. 2778/1999, ο οποίος, με το άρθρο 53 παρ. 1 αυτού, νομιμοποίησε έως την έκδοση απόφασης χορήγησης αδειών όσους ραδιοφωνικούς σταθμούς λειτουργούσαν την 1-11-1999 και συμμετείχαν στην προαναφερθείσα διαγωνιστική διαδικασία. Στη δε παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου προβλέφθηκε ότι οι προσωρινώς νομιμοποιηθέντες ραδιοφωνικοί σταθμοί υποχρεούνται όχι μόνο να τηρούν τους κανόνες λειτουργίας του άρθρου 8 του ν. 2328/1995 και τους κώδικες δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης αλλά, πέραν τούτου, "οφείλουν κατά τη διάρκεια λειτουργίας να μην παρεμβάλλονται στους διαύλους συχνοτήτων της ΕΡΤ, καθώς και στις επικοινωνίες των Ενόπλων Δυνάμεων, της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, του ΟΤΕ και κάθε άλλου νομίμως λειτουργούντος δικτύου. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον αυτό διαπιστωθεί από ειδική τεχνική έκθεση αρμόδιου οργάνου, ο Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης διατάσσει αμελλητί την άμεση διακοπή λειτουργίας του σταθμού και την κατάσχεση όλου του τεχνικού εξοπλισμού".
Ακολούθησε ένας πραγματικός "δαίδαλος" υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες στις ήδη διαθέσιμες είκοσι (20) συχνότητες για την ιδιωτική ραδιοφωνία του Νομού Αττικής προστέθηκαν συνολικά άλλες οκτώ (8) και κλήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλλουν αιτήσεις για τη χορήγηση αδειών για τις νέες αυτές συχνότητες. Η "περιπέτεια", όμως, της τοπικής ιδιωτικής ραδιοφωνίας δεν σταμάτησε στο σημείο αυτό: Ενόψει της λειτουργίας του νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών "Ελευθέριος Βενιζέλος" τον Μάρτιο του 2001 και της θέσης του Υπουργείου Μεταφορών περί δυνατότητας εκπομπής μόνον είκοσι οκτώ (28) ραδιοφωνικών σταθμών στο Νομό Αττικής χωρίς πρόκληση παρεμβολών στα ραδιοβοηθήματα του νέου αεροδρομίου[2], ο Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ζήτησε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να υποδείξει - το αργότερο μέχρι την 20-3-2001 - τους οκτώ νέους ραδιοφωνικούς σταθμούς που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στο Νομό Αττικής. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αρχικά εξέδωσε την από 14-3-2001 απόφασή του, με την οποία υιοθέτησε την άποψη ότι δεν υφίστατο νομικό έρεισμα για την επιλογή των οκτώ νέων σταθμών, δεδομένου μάλιστα ότι δεν ήταν σαφές βάσει ποιών κριτηρίων θα έπρεπε να γίνει η αξιολόγηση αυτή. Ο Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης επανήλθε, ωστόσο, μετά την αρχική αρνητική στάση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και με το υπ' αρ. 426/14-3-2001 έγγραφό του υποστήριξε ότι η υπόδειξη εκ μέρους του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης των οκτώ νέων σταθμών (που θα συνέχιζαν τη λειτουργία τους μετά την έναρξη λειτουργίας του νέου Διεθνούς Αερολιμένα) συνιστά "οικειοθελή τήρηση τύπου". Υποστήριξε ακόμη ότι τα κριτήρια επιλογής των σταθμών αυτών θα καθορισθούν από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης κατά τη διακριτική του ευχέρεια "υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι πρόσφορα για την σκοπούμενη επιλογή (λ.χ. ακροαματικότητα) και ο τρόπος εφαρμογής τους θα είναι σύμφωνος με την αρχή της ίσης μεταχείρισης". Κατόπιν τούτου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης με την από 16-3-2001 απόφασή του μετέβαλε την αρχική αρνητική του στάση και, με την από 23-3-2001 πράξη του, υπέδειξε τους οκτώ νέους ραδιοφωνικούς σταθμούς που θα μπορούσαν να εκπέμπουν και μετά την έναρξη λειτουργίας του νέου αεροδρομίου. Ύστερα δε από όλα αυτά, ο Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας εξήντα οκτώ (68) ραδιοφωνικών σταθμών (που μέχρι τότε λειτουργούσαν νομίμως δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999), αιτιολογώντας την απόφασή του με το επιχείρημα ότι η εκπομπή τους "μετά την έναρξη λειτουργίας του νέου Διεθνούς Αερολιμένα στην περιοχή Σπάτων θα παρενοχλεί τις επικοινωνίες της Υπηρεσίες Πολιτικής Αεροπορίας".
Κατά των αποφάσεων του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης περί διακοπής λειτουργίας τους, προσέφυγαν με αίτηση ακύρωσης οι θιγέντες ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι υπέβαλαν και αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά των σχετικών υπουργικών αποφάσεων. Επί των αιτήσεων δε αυτών, εκδόθηκαν οι υπ' αρ. 142-145/2001 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες απέρριψαν μεν τις σχετικές αιτήσεις με το επιχείρημα της ύπαρξης υπέρτερων λόγων επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (ασφάλεια των μεταφορών και προστασία της ανθρώπινης ζωής), δέχθηκαν, ωστόσο, την πρόδηλη παρανομία των προσβαλλόμενων υπουργικών αποφάσεων.
ΙΙ. Η εφαρμογή της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας: Η εκτελεστική εξουσία σε ρόλο νομοθέτη και η πρόδηλη παρανομία των υπουργικών αποφάσεων.
Ήδη από την ανάλυση του ιστορικού των υποθέσεων, διαφάνηκε η πρόδηλη παρανομία των υπουργικών αποφάσεων περί διακοπής λειτουργίας των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών του Νομού Αττικής, δεδομένου ότι - σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999 που δεν είχε τροποποιηθεί - οι σταθμοί αυτοί λειτουργούσαν νομίμως και δεδομένου ακόμη ότι τα κριτήρια επιλογής των επιπλέον οκτώ σταθμών δεν είχαν καθορισθεί σε επίπεδο νόμου. Συνεπώς, δεν προκαλεί εντύπωση η κρίση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας περί πρόδηλης βασιμότητας των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των προσβαλλόμενων πράξεων. Εκπλήσσει, ωστόσο, η ιδιαίτερα ενδελεχής αιτιολογία των αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών, η οποία (όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια) δεν οφείλεται μόνο στη μείζονα σπουδαιότητα των υποθέσεων και η οποία κινείται στα ακόλουθα τρία επίπεδα:
Α. Όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση διακοπής λειτουργίας των ραδιοφωνικών σταθμών εκδόθηκε κατ' επίκληση της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 2 του ν. 2778/1999, σύμφωνα με την οποία οι - νομίμως λειτουργούντες έως την έκδοση των προκηρυχθεισών αδειών - ραδιοφωνικοί σταθμοί οφείλουν να μην παρενοχλούν, μεταξύ άλλων, και τις επικοινωνίες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, σε αντίθετη δε περίπτωση (που διαπιστώνεται ύστερα από "ειδική τεχνική έκθεση αρμόδιου οργάνου") διατάσσεται η άμεση παύση της λειτουργίας τους. Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά "το μέρος, ειδικότερα, που αφορά στο ζήτημα τυχόν παρεμβολών των ανωτέρω σταθμών στις επικοινωνίες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του Ν. 2778/1999 προβλέπει, κατά το απολύτως σαφές γράμμα της, ότι η διακοπή λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού συνιστά κύρωση, επιβαλλομένη κατόπιν εξατομικευμένης διαπιστώσεως, από αρμόδιο τεχνικό όργανο, της παραβάσεως, από τους υπευθύνους του συγκεκριμένου σταθμού, των συναφών υποχρεώσεων που τους βαρύνουν. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω διάταξη δεν μπορεί... να παράσχει νόμιμο έρεισμα στην έκδοση πράξεων, όπως η προσβαλλομένη, με τις οποίες, κατ' επίκληση της ανάγκης ασφαλούς λειτουργίας του νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, επιβάλλεται το μέτρο του περιορισμού του αριθμού των ραδιοφωνικών σταθμών που εκπέμπουν στο Νομό Αττικής, δια της διακοπής της λειτουργίας σταθμών, οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του Ν. 2778/1999 και έχουν, ως εκ τούτου, χαρακτηρισθεί από το νομοθέτη ως νομίμως λειτουργούντες".
Με άλλες λέξεις, οι υπουργικές αποφάσεις για τη διακοπή λειτουργίας των ραδιοφωνικών σταθμών εκδόθηκαν κατ' επίκληση μίας νομοθετικής διάταξης, η οποία επιδιώκει τελείως διαφορετικό σκοπό από αυτό των υπουργικών αποφάσεων. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 του ν. 2778/1999 επιτρέπει τη λήψη του μέτρου της διακοπής λειτουργίας, εφόσον κάποιος συγκεκριμένος από τους νομίμως (κατά την παρ. 1 του ιδίου ως άνω άρθρου) λειτουργούντες ραδιοφωνικούς σταθμούς παρακώλυσε κατά το παρελθόν (π.χ. λόγω της ισχύος των μηχανημάτων εκπομπής) τις επικοινωνίες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και εφόσον διαπιστώθηκε η παρακώλυση αυτή από ειδική τεχνική έκθεση αρμοδίου οργάνου. Η ίδια, όμως, διάταξη δεν εξουσιοδοτεί τη διοίκηση για τη λήψη του γενικού μέτρου του περιορισμού του αριθμού των νομίμως λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών με το σκεπτικό ότι στο μέλλον ενδέχεται να προκύψουν μη ακόμη διαπιστωθείσες (αλλά απλώς πιθανολογούμενες) παρεμβολές στις επικοινωνίες της Υπηρεσίες Πολιτικής Αεροπορίας (βλ. και την αιτιολογία των σχετικών υπουργικών αποφάσεων: "η τυχόν λειτουργία... μετά την έναρξη λειτουργίας του νέου Διεθνούς Αερολιμένα... θα παρενοχλεί τις επικοινωνίες..."). Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι οι υπουργικές αποφάσεις που διέταξαν το γενικό μέτρο του περιορισμού του αριθμού των λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών στο Νομό Αττικής, εκδόθηκαν άνευ νομίμου ερείσματος, εισάγοντας μάλιστα παράνομη τροποποίηση διάταξης τυπικού νόμου (παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 2778/1999) που ορίζει ποιοι είναι οι νομίμως λειτουργούντες σταθμοί. Εάν τα αρμόδια όργανα θεωρούσαν ότι επιβάλλεται ο περιορισμός του αριθμού των ραδιοφωνικών σταθμών για λόγους ασφάλειας του νέου αεροδρομίου, όφειλαν να κινήσουν τη νομοθετική διαδικασία τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999 και όχι να επιχειρήσουν τη μεταβολή του κανονιστικού της περιεχομένου με διοικητικές πράξεις, εκδοθείσες άνευ νομίμου ερείσματος.
Β. Η προσπάθεια παράκαμψης του νομοθέτη από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας καθίσταται, περαιτέρω, ιδιαίτερα εμφανής και σε ένα δεύτερο στάδιο: Η διοίκηση προέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις βρίσκουν έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών (εν προκειμένω του νέου αεροδρομίου). Όπως, όμως, δέχθηκε η Επιτροπή Αναστολών, "ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η αρχή αυτή μπορεί να παράσχει έρεισμα στη διακοπή της λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού νομίμως λειτουργούντος, δεν θα αρκούσε, πάντως, για να παράσχει έρεισμα στην πράξη διακοπής της λειτουργίας ορισμένων μόνον από τους νομίμως λειτουργούντες σταθμούς, δεδομένου ότι τούτο θέτει, κατά λογική αναγκαιότητα, το ζήτημα βάσει ποίων κριτηρίων και με ποιά διαδικασία θα επιλεγούν οι σταθμοί που θα συνεχίσουν να λειτουργούν... Τα κριτήρια, όμως, αυτά και η σχετική διαδικασία μόνον με διάταξη νόμου ή, συντρεχούσης περιπτώσεως, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου... θα μπορούσαν να θεσπισθούν, δεδομένου μάλιστα ότι, ως εκ της φύσεως της ρυθμιζομένης δραστηριότητας, ο καθορισμός των κριτηρίων προϋποθέτει αξιολογήσεις και σταθμίσεις, οι οποίες επηρεάζουν τους όρους ασκήσεως ατομικών δικαιωμάτων (ιδίως του δικαιώματος του πληροφορείσθαι), καθώς και τους όρους ασκήσεως του αμέσου ελέγχου του Κράτους επί της ραδιοφωνίας, ως μέσου για την πραγμάτωση των κατά το Σύνταγμα... σκοπών της" [3]. Με την παραδοχή της αυτή, η Επιτροπή Αναστολών προβαίνει σε μια κρίση, η εμβέλεια της οποίας σαφώς εκτείνεται πέραν των συγκεκριμένων υποθέσεων. Τονίζει ότι σε ένα δικαιϊκό σύστημα όπως το ελληνικό, όπου ισχύουν οι αρχές του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών, οι σημαντικές αποφάσεις - και μόνον ως τέτοιες μπορούν να χαρακτηρισθούν αυτές που συνδέονται με την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων και την πραγμάτωση συνταγματικών επιταγών - πρέπει να λαμβάνονται από το νομοθέτη και όχι από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας [4].
Γ. Σε ένα τρίτο, τέλος, στάδιο η Επιτροπή Αναστολών επιβεβαιώνει το συμπέρασμά της περί πρόδηλης παρανομίας των προσβαλλόμενων πράξεων: Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, σιωπούντος του νόμου, η διοίκηση μπορούσε να ορίσει η ίδια τα κριτήρια επιλογής των ραδιοφωνικών σταθμών που θα συνεχίσουν να λειτουργούν, και πάλι οι προσβαλλόμενες υπουργικές πράξεις πάσχουν πρόδηλη παρανομία λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, αφού η "απόφαση του Ε.Σ.Ρ. και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου δεν παρέχουν καμία ένδειξη, ούτε ως προς την εξειδίκευση των κριτηρίων, βάσει των οποίων εχώρησε η επιλογή των οκτώ σταθμών... οι οποίοι θα συνεχίσουν να εκπέμπουν στην Αττική, ούτε, κυρίως, ως προς τους λόγους για τους οποίους θεώρησε το Ε.Σ.Ρ. ότι τα κριτήρια αυτά πληρούνται από τους επιλεγέντες οκτώ σταθμούς και όχι από τους υπολοίπους, νομίμως λειτουργούντες... σταθμούς". Η μείζονα πρόταση, που διαπνέει τη διατύπωση αυτή των αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών, θα πρέπει ν' αντιμετωπισθεί θετικά: Η λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως αυτής της λειτουργίας των ραδιοφωνικών σταθμών που συνδέεται με την άσκηση ατομικών δικαιωμάτων και την εκπλήρωση συνταγματικών επιταγών, δεν είναι νόμιμη χωρίς την ύπαρξη ειδικών κριτηρίων και την ενδελεχή αιτιολογία ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
ΙΙΙ. Η οριοθέτηση των προϋποθέσεων αποδοχής της αίτησης αναστολής εκτέλεσης: Η όσμωση αίτησης αναστολής εκτέλεσης και αίτησης ακύρωσης μέσω της πιθανολόγησης της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης και η διεύρυνση της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Μπορεί μεν η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας να δέχθηκε κατά τ' ανωτέρω εκτεθέντα την πρόδηλη παρανομία των προσβαλλόμενων υπουργικών αποφάσεων, ταυτόχρονα, όμως, δέχθηκε (ακριβέστερα: δεν μπόρεσε ν' αποκλείσει) ότι η έκδοση των πράξεων αυτών υπαγορεύθηκε από ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους "στην ασφάλεια των αερομεταφορών και την αποτροπή των συναφών κινδύνων" και συνδεόμενους "αμέσως με την προστασία της ανθρώπινης ζωής". Πέρα, συνεπώς, από τα ειδικότερα ζητήματα που συνδέονται με τη ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία, η Επιτροπή Αναστολών θίγει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με τις προϋποθέσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Α. Πρόκειται, ειδικότερα, για το δημόσιο συμφέρον ως λόγο που κωλύει για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας: Από τη μία, η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 ορίζει ότι η αίτηση αναστολής εκτέλεσης μπορεί ν' απορριφθεί από την Επιτροπή Αναστολών εάν συντρέχει υπέρτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος[5]. Από την άλλη, η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 7 του ιδίου ως άνω π.δ. προβλέπει ότι η αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή - ακόμα και όταν ο αιτών δεν υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης - εάν πιθανολογείται προδήλως η παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή, κατ' άλλη έκφραση, η ευδοκίμηση της αίτησης ακύρωσης (όπως και αντιστρόφως: η αίτηση αναστολής μπορεί ν' απορριφθεί αν η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως αβάσιμη ή προδήλως απαράδεκτη)[6]. Και εδώ ακριβώς γεννάται το ερμηνευτικό ζήτημα, το οποίο αντιμετώπισε η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας: Ποιά είναι η σχέση μεταξύ, αφενός, του δημοσίου συμφέροντος ως λόγου απόρριψης της αίτησης αναστολής εκτέλεσης και, αφετέρου, της πιθανολόγησης της παρανομίας της πράξης ως λόγου αποδοχής της ίδιας αίτησης ; Σε ποιά πλευρά θα πρέπει να γείρει η "πλάστιγγα" της δικαστικής κρίσης[7] όταν, κατά την εξέταση μίας αίτησης αναστολής εκτέλεσης, ο δικαστής διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μεν προδήλως παράνομη, ταυτόχρόνα, όμως, η έκδοσή της φαίνεται να εξυπηρετεί λόγους δημοσίου συμφέροντος[8];
Οι προσφάτως τροποποιηθείσες και συμπληρωθείσες (με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999) διατάξεις του άρθρου 52 του π.δ 18/1989 δεν δίδουν απάντηση στο δίλημμα αυτό, αποδεικνύοντας για μιαν ακόμη φορά ότι ακόμα και ο πιο ευφάνταστος νομοθέτης δεν μπορεί να "δαμάσει" την ποικιλία και την περιπτωσιολογία της καθημερινής δικαστηριακής πράξης. Επίσης, ούτε η προγενέστερη νομολογία των Επιτροπών Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να αποβεί χρήσιμη στο σημείο αυτό, δεδομένου ότι η πιθανολόγηση της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης ως λόγος χορήγησης αναστολής εκτέλεσης καθιερώθηκε το πρώτον με τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 2721/1999[9]. Οι σχολιαζόμενες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών επιλύουν τη σύγκρουση μεταξύ πιθανολόγησης της παρανομίας της πράξης και συνδρομής λόγων δημόσιου συμφέροντος με μια λεπτή διάκριση.
Β. Καταρχήν, η Επιτροπή διατυπώνει τον ακόλουθο κανόνα: Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης μπορεί να γίνει δεκτή ακόμα και υπό την εκδοχή της ύπαρξης λόγων δημοσίου συμφέροντος, εάν κριθεί ότι η ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη (ή, κατ' άλλη έκφραση, εάν κριθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προδήλως παράνομη). Ο νομολογιακός αυτός κανόνας μπορεί ανεπιφύλακτα να θεωρηθεί ως ορθός. Πράγματι, θα αδυνατούσε κανείς να βρει κάποιο λόγο που θα δικαιολογούσε τη μη αναστολή εκτέλεσης μιας προδήλως παράνομης πράξης, έστω και μίας πράξης που φαίνεται να συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον, όταν είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πράξη αυτή θ' ακυρωθεί στη συνέχεια με την απόφαση επί της εκκρεμούς αίτησης ακύρωσης[10]. Εάν το δημόσιο συμφέρον μπορούσε να δικαιολογήσει την απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης μίας προδήλως παράνομης διοικητικής πράξης, τότε το ίδιο θα έπρεπε να ισχύσει και στο πλαίσιο της κύριας δίκης και ν' απορριφθεί η αίτηση ακύρωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όπως, όμως, δέχεται με απόλυτη σαφήνεια και η Επιτροπή Αναστολών, "το γεγονός και μόνον ότι την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως υπαγόρευσαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί κατ' αρχήν να αποκλείσει τη χορήγηση της αιτουμένης αναστολής εκτελέσεως, δοθέντος ότι, στο δικαιοκρατικό σύστημα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, το δημόσιο συμφέρον υπηρετείται όπως ορίζει ο νόμος και εντός των ορίων που αυτός χαράσσει". Σε αυτήν την πρόταση - τομή για το κράτος δικαίου, δεν θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς ούτε μία λέξη. Θα μπορούσε, όμως, ν' αναρωτηθεί μήπως η σκέψη αυτή της Επιτροπής Αναστολών πρέπει ν' αποτελέσει αφορμή για την αναθεώρηση άλλων νομολογιακών θέσεων, όπως λ.χ. αυτών που δέχονται τη δυνατότητα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων (και γενικότερα του πεδίου εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων) επί τη βάσει του δημοσίου συμφέροντος και όχι επί τη βάσει της ύπαρξης αντιτιθέμενων έννομων αγαθών με συνταγματικό κύρος[11].
Γ. Ο κανόνας λοιπόν και για να επιστρέψουμε στην κύρια προβληματική, μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως: Η πιθανολόγηση της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης οδηγεί στην αποδοχή της αίτησης αναστολής εκτέλεσης και υπερτερεί έναντι των ενδεχόμενων λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι υπαγόρευσαν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Όπως, όμως, κάθε κανόνας, έτσι και ο κανόνας αυτός γνωρίζει και εξαιρέσεις. Γιατί δεν θα πρέπει να διαφεύγει ποτέ της προσοχής μας ότι όσο σημαντική και αν είναι η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, η διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει την οριστική δικαστική προστασία με τις μείζονες εγγυήσεις ορθής κρίσης που αυτή παρέχει. Με άλλες λέξεις: Η Επιτροπή Αναστολών μπορεί μεν να πιθανολογήσει - ακόμα και σε βαθμό που προσεγγίζει τη βεβαιότητα - την παρανομία μίας διοικητικής πράξης, δεν μπορεί, ωστόσο, ποτέ να εκφρασθεί με απόλυτη βεβαιότητα για την ευδοκίμηση της σχετικής αίτησης ακύρωσης[12]. Ειδάλλως, η εξέταση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης θα ταυτιζόταν κατ' ουσίαν με την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης, παραγνωρίζοντας τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών ενδίκων βοηθημάτων. Έτσι, η παρεμπίπτουσα κρίση περί της νομιμότητας μίας διοικητικής πράξης στο πλαίσιο μίας διαδικασίας, η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στην αποτροπή της πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στο διοικούμενο (και, ως εκ τούτου, πρέπει να ολοκληρωθεί εντός ιδιαίτερα σύντομου χρονικού διαστήματος), δεν μπορεί να υποκαταστήσει την οριστική κρίση περί της νομιμότητας στο πλαίσιο της κύριας δίκης και με τις μείζονες εγγυήσεις ορθής κρίσης που αυτή παρέχει (μεγαλύτερος χρόνος προετοιμασίας της υπόθεσης εκ μέρους του εισηγητή, επ' ακροατηρίω διαδικασία, δυνατότητα άσκησης παρεμβάσεων, σύνθεση του δικαστηρίου με περισσότερα μέλη κ.ο.κ.)[13].
Η κατά τ' ανωτέρω εκτεθέντα επιβαλλόμενη εξαίρεση από τον κανόνα της αποδοχής της αίτησης αναστολής εκτέλεσης (όταν πιθανολογείται σφόδρα η ευδοκίμηση της αίτησης ακύρωσης), δεν μπορεί παρά ν' εντοπισθεί στη σπουδαιότητα του δημοσίου συμφέροντος ή, κατ' άλλη έκφραση, στη σημασία του εννόμου αγαθού που υπαγόρευσε την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Ορθώς, συνεπώς, δέχoνται οι σχολιαζόμενες αποφάσεις ότι η "Επιτροπή Αναστολών μπορεί, όμως, έστω και αν διαπιστώσει πρόδηλη βασιμότητα της αιτήσεως ακυρώσεως, να απορρίψει την αίτηση αναστολής, εάν, κατά συνεκτίμηση της φύσεως και της επιτακτικότητας των λόγων δημοσίου συμφέροντος που υπαγόρευσαν την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, κρίνει ότι η αναστολή εκτελέσεως της πράξεως αυτής θα έθετε σε άμεσο και αναπότρεπτο κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον". Η γενική αυτή σκέψη περί του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα στην προκείμενη περίπτωση, όπου η διοίκηση προέβαλε επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους στο ότι η λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια παρεμβολές στα ραδιοβοηθήματα του νέου αεροδρομίου και κινδύνους για την ασφάλεια των πτήσεων: "...η Επιτροπή, συνεκτιμώντας την εξαιρετική σοβαρότητα των λόγων δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους επικαλείται η Διοίκηση και οι οποίοι, αναγόμενοι στην ασφάλεια των αερομεταφορών και την αποτροπή των συναφών κινδύνων, συνδέονται αμέσως με την προστασία της ανθρώπινης ζωής, κρίνει ότι η πρόδηλη βασιμότητα της αιτήσεως ακυρώσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει εν προκειμένω τη χορήγηση της ζητουμένης αναστολής εκτελέσεως". Η σπουδαιότητα, δηλαδή, του εννόμου αγαθού της ανθρώπινης ζωής (που συνιστά στην προκείμενη περίπτωση τον λόγο δημοσίου συμφέροντος) σε συνδυασμό με την θεωρητικώς μη αποκλειόμενη - αν και εξαιρετικά ισχνή - πιθανότητα απόρριψης της αίτησης ακύρωσης και την ήσσονα σημασία της λειτουργίας των ραδιοφωνικών σταθμών σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή, οδήγησαν ορθώς την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόρριψη της σχετικής αίτησης αναστολής εκτέλεσης.
Προκειμένου, ωστόσο, να μην αντιστραφεί η ως άνω σχέση κανόνα - εξαίρεσης, η απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος και παρά την πιθανολόγηση της πρόδηλης παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ανάγκη διαφύλαξης του δημοσίου συμφέροντος εμφανίζεται ως επιτακτική και αναμφισβητήτως υπέρτερη έναντι των συμφερόντων του αιτούντος[14]. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις δικαιολογείται η προσωρινή διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, παρά το γεγονός ότι πιθανολογείται σφόδρα η αποδοχή της σχετικής αίτησης ακύρωσης. Πρακτικά δε δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς κάποιο άλλο έννομο αγαθό, πλην αυτών της ανθρώπινης ζωής και υγείας και της εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας του κράτους, το οποίο θα ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης σε περιπτώσεις πρόδηλης παρανομίας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Επιβάλλεται, συνεπώς, μια συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, η οποία ασφαλώς δεν ταυτίζεται με την έννοια του δημοσίου συμφέροντος ως λόγου απόρριψης της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας όταν η διάγνωση της ύπαρξης δημοσίου συμφέροντος δεν συνοδεύεται με την πιθανολόγηση της βασιμότητας της αίτησης ακύρωσης. Και για να καταστεί σαφής η διαφοροποίηση της ευρύτητας του δημοσίου συμφέροντος ανάλογα με το εάν συντρέχει ή όχι πρόδηλη παρανομία της εκάστοτε διοικητικής πράξης, αρκεί να αναφερθεί το ακόλουθο παράδειγμα: Το δημόσιο συμφέρον υπό την ειδικότερη έκφανση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, που επιβάλλει κατά τη νομολογία[15] την άμεση εκτέλεση των πράξεων μετάθεσης δημοσίων υπαλλήλων, μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης αναστολής μόνον όταν δεν πιθανολογείται σφόδρα η ευδοκίμηση της αίτησης ακύρωσης, όχι, όμως, και όταν είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πράξη μετάθεσης θα ακυρωθεί στη συνέχεια από το Δικαστήριο[16]. Η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης δεν μπορεί να αποτελέσει το μέσο - ενίοτε και το πρόσχημα - για τη διατήρηση της ισχύος προφανώς παράνομων πράξεων και τη συνακόλουθη αποστέρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου[17] δικαιώματος του διοικουμένου για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Δ. Από μία γενικότερη άποψη, οι σχολιαζόμενες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας αποδεικνύουν με ιδιαίτερη ενάργεια τις μεταβολές των τελευταίων ετών στο σύστημα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ενώπιον της ακυρωτικής διοικητικής δικαιοσύνης. Έως πρόσφατα (ακριβέστερα: έως τη δημοσίευση του ν. 2721/1999), η Επιτροπή Αναστολών υποχρεούτο να προβεί σε μία στάθμιση μεταξύ, αφενός, της προκαλούμενης βλάβης του αιτούντος από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης και, αφετέρου, της ύπαρξης ενδεχομένων λόγων δημοσίου συμφέροντος. Στην εν λόγω στάθμιση προστίθεται πλέον και ένα τρίτο στοιχείο (αυτό της πιθανολόγησης της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης), το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύει και το ανωτέρω παράδειγμα της προδήλως παράνομης μετάθεσης δημοσίου υπαλλήλου.
Ορισμένοι θα μπορούσαν, ίσως, να ισχυρισθούν ότι το σύστημα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας καθίσταται κατ' αυτόν τον τρόπο περισσότερο πολύπλοκο (ενδεχομένως και χρονοβόρο), εις βάρος ακόμα και της ασφάλειας του δικαίου. Ακόμα, όμως, και αν έτσι έχουν τα πράγματα, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο απολογισμός από τη συνεκτίμηση της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης είναι θετικός[18]: Όχι μόνον επειδή η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών καθίσταται περισσότερο δίκαιη (τί νόημα έχει άραγε η διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης όταν αυτή είναι προφανώς παράνομη και, αντιστρόφως, η αναστολή εκτέλεσης όταν η διοικητική πράξη είναι προδήλως νόμιμη
, αλλά και επειδή έτσι πραγματώνεται η επιταγή του άρθρου 20 παρ. 1 Σ περί παροχής αποτελεσματικής δικαστικής (και προσωρινής) προστασίας. Όταν λ.χ. μέχρι πρότινος η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριπτε τις αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης ραδιοτηλεοπτικών σταθμών κατά πράξεων προσωρινής διακοπής προγράμματος και άλλων διοικητικών κυρώσεων με το επιχείρημα ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την άμεση εκτέλεσή τους[19], τότε ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός γνώριζε εκ των προτέρων ότι η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ήταν αδύνατη. Η όποια - σε κάθε περίπτωση μη ισοδυνάμου αποτελέσματος - δικαστική προστασία περιοριζόταν στην αναζήτηση αποζημίωσης λόγω της ήδη εκτελεσθείσας διακοπής του προγράμματος. Αντιθέτως και υπό το ισχύον πλέον καθεστώς, ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός μπορεί να ελπίζει στην αποδοχή της αίτησης αναστολής εκτέλεσης όταν η επιβληθείσα διοικητική κύρωση είναι προδήλως παράνομη. Η διεύρυνση της δικαστικής προστασίας και η ουσιαστική πραγμάτωση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 20 παρ. 1 Σ είναι κάτι παραπάνω προφανής.
Τέλος, δεν μπορεί παρά να εξαρθεί η ενδελεχής αιτιολογία των σχολιαζόμενων αποφάσεων (έκτασης δεκαέξι σελίδων), η αναλυτική παρουσίαση του ιστορικού της υπόθεσης και του εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος, η διεξοδική αντιπαράθεση με τη νομιμότητα ή μη των προσβαλλόμενων πράξεων και την ύπαρξη ή μη υπέρτερων λόγων δημοσίου συμφέροντος. Όλα αυτά τα στοιχεία που θα τα ανέμενε κανείς σε μία απόφαση επί αίτησης ακύρωσης και όχι επί αίτησης αναστολής εκτέλεσης, πρέπει να τονισθεί ότι δεν οφείλονται μόνο στη μείζονα σπουδαιότητα των κρινόμενων υποθέσεων. Πέραν τούτου, αντικατοπτρίζουν και την ολοένα και αυξανόμενη βαρύτητα του ένδικου βοηθήματος της αίτησης αναστολής εκτέλεσης. Όταν (και λόγω κυρίως του μεγάλου αριθμού των υποθέσεων) στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων εκδίδονται μετά την πάροδο αρκετών μηνών ή και ετών από την άσκηση του εκάστοτε κύριου ένδικου βοηθήματος (και ενώ οι διοικητικές πράξεις έχουν εν τω μεταξύ εκτελεσθεί), η αναζήτηση της πραγματικά δραστικής προστασίας εντοπίζεται πλέον στην αίτηση αναστολής εκτέλεσης. Η αίτηση αναστολή εκτέλεσης - και όχι η αίτηση ακύρωσης, η προσφυγή ή η ανακοπή - αποτελεί πλέον το "κύριο" (από την άποψη της βαρύτητας και της αποτελεσματικότητας) ένδικο βοήθημα του διοικουμένου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να εντοπισθεί και ο βαθύτερος ουσιαστικός λόγος, ο οποίος επέβαλε τη συνεκτίμηση "ξένων" στοιχείων προς την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας (όπως την πιθανολόγηση της νομιμότητας ή μη της διοικητικής πράξης και την ενδελεχή αιτιολογία), προκειμένου η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών να καταστεί περισσότερο δίκαιη και αποτελεσματική. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης μπορεί να αποκτά κατ' αυτόν τρόπο ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του κύριου ένδικου βοηθήματος, αυτό είναι, όμως, το "τίμημα" της σύγχρονης διοικητικής δικονομίας για μια έγκαιρη και δραστική δικαστική προστασία του διοικουμένου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Είχε προηγηθεί ο ν. 1730/1987, οι διατάξεις του άρθρου 2 του οποίου προέβλεψαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα χορήγησης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών και σε ιδιώτες.[1]
2. Σύμφωνα, όμως, με πρόσφατο πόρισμα τριών Καθηγητών ΑΕΙ, το οποίο υποβλήθηκε στην Επιτροπή Αποτίμηση Τεχνολογίας της Βουλής, στο Νομό Αττικής είναι δυνατή η χορήγηση έως και τριάντα εννέα (39) αδειών ραδιοφωνικών σταθμών (βλ. εφημερίδα "Το Βήμα" της 3-6-2001, σελ. Α 54).[2]
3. Για τις συνταγματικές διαστάσεις της λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών βλ., αντί άλλων, Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κράτος και ραδιοτηλεόραση - Ο ιδιότυπος κρατικός έλεγχος του άρθρου 15 παρ. 2 του συντάγματος και η δύσκολη θεσμοθέτησή του, in: Σύμμεικτα Φ. Βεγλερή, 1988, τόμ. B΄, σελ. 33 επ.), Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατομικά δικαιώματα, τόμ. Α΄, 1991, αρ. περ. 781 επ., ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ραδιοτηλεόραση και Σύνταγμα, 4η έκδ., 1989 (με ενημερωτικό συμπλήρωμα 1990), Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ, Η ραδιοτηλεόραση μεταξύ Συντάγματος και διεθνούς προστασίας - Η εφαρμογή του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ΕΕΕυρΔ 1989, σελ. 253 επ., Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 1998, σελ. 258 επ., με περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία και νομολογία.[3]
4. Η αρχή αυτή έχει αναπτυχθεί ιδίως στη γερμανική νομική επιστήμη και είναι γνωστή ως "αρχή της επιφύλαξης του νόμου" (Vorbehalt des Gesetzes) ή ως "θεωρία του σημαντικού" (Wesentlichkeitstheorie). Βλ. λ.χ. P. LERCHE, Bayerisches Schulrecht und Gesetzesvorbehalt, 1981, H. - H. V. ARNIM, Zur "Wesentlichkeitsthorie' des Bundesverfassungsgerichts, DVBl 1987, σελ. 1241 επ., K. HESSE, Grundzuge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, 20η έκδ., 1995, αρ. περ. 509. Βλ. επίσης την απόφαση "Mutzenbacher" του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία τονίζει ότι οι σημαντικές αποφάσεις για την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να λαμβάνονται από τον νομοθέτη και όχι από την εκτελεστική εξουσία: "Rechtsstaatsprinzip und Demokratiegebot verpflichten den Gesetzgeber, die für die Grundrechtsverwirklichung massgeblichen Regelungen im wesentlichen selbst zu treffen und diese nicht dem Handeln und der Entscheidungsmacht der Exekutive zu überlassen" (BVerfGE 83, 130 [ 142 ]).[4]
5. ΄Αρθρο 52 παρ. 6 π.δ. 18/1989: "Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος". Για την έννοια του δημοσίου συμφέροντος γενικά βλ., μεταξύ άλλων, Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Δημόσιο συμφέρον και Σύνταγμα, ΤοΣ 1986, σελ. 425 επ. και Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Το γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, 1990. Για την ειδικότερη έκφανση του δημοσίου συμφέροντος ως λόγου που κωλύει τη χορήγηση προσωρινής δικαστικής προστασίας βλ. Β. ΣΚΟΥΡΗ, Η δικαστική αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, 3η έκδ., 1994, σελ. 82 επ., Κ. ΜΕΝΟΥΔΑΚΟΥ, Προσωρινή δικαστική προστασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας - Νομολογιακές εξελίξεις, στο συλλογικό τόμο της Εταιρίας Νομικών Βορείου Ελλάδος "Η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές διαφορές", 1994, σελ. 37 [ 54 επ.].[5]
6. ΄Αρθρο 52 παρ. 7 π.δ. 18/1989: "Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη". Για την προβληματική της διάταξης αυτής βλ. Β. Καράκωστα, Αναστολή εκτελέσεως προσβληθείσης επί ακυρώσει πράξεως, ΔιΔικ 2000, σελ. 1 [ 9 επ. ].
Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας προβλέπεται ρητώς μόνον η απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, αλλά όχι και η αντίστροφη περίπτωση της αποδοχής της αίτησης αναστολής όταν η προσφυγή είναι προδήλως βάσιμη (χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση με τη ρύθμιση που ισχύει στις ακυρωτικές διαφορές). Βλ. τη διάταξη του άρθρου 202 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ - ν. 2717/1999): "Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: ... γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη". Βλ., όμως, και την ΕΑ ΔΕφΑθ 108/1999, η οποία δέχθηκε ερμηνευτικά και για τις διοικητικές διαφορές ουσίας τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης στην περίπτωση της πρόδηλης βασιμότητας της προσφυγής, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Υπό την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία το προδήλως αβάσιμο της προσφυγής αποτελεί λόγο αποκλεισμού της αναστολής εκτελέσεως, ενώ το προδήλως βάσιμό της δεν αποτελεί λόγο χορηγήσεως της αναστολής, θα παραβιαζόταν τόσο η κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των διαδίκων όσο και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα... η οποία ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων" (ΕΔΚΑ 1999, σελ. 794 [ 796 ]). Αντίθετες - βασιζόμενες στο γράμμα και μόνο της διάταξης του άρθρου 202 παρ. 2 ΚΔΔ - οι ΕΑ Τριμ ΔιοικΠρωτΗρακλείου 11/1999 (ΔιΔικ 1999, σελ. 879 [ 881 ]), 23/1999 (ΔιΔικ 1999, σελ. 882 επ.), 26/1999 (ΔιΔικ 1999, σελ. 884 [ 885 ]).[6]
7. Για την προβληματική του ζητήματος αυτού - μέσα από το παράδειγμα των διαγωνισμών δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών - βλ. και Π. ΛΑΖΑΡΑΤΟΥ, Αναστολή εκτελέσεως διοικητικών πράξεων στο δίκαιο δημοσίων έργων και προμηθειών, Δ 1996, σελ. 687 επ.[7]
8. Αυτονόητο είναι ότι το πρόβλημα της σύγκρουσης αυτής τίθεται όταν από τα στοιχεία του φακέλου πιθανολογείται η διακινδύνευση του δημοσίου συμφέροντος και όχι όταν η διοίκηση απλώς επικαλείται την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος (χωρίς να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της αυτό), οπότε και η αίτηση αναστολής εκτέλεσης θα πρέπει να γίνεται δεκτή εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη είναι προδήλως παράνομη. Βλ. και τις σχολιαζόμενες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δεν αρκέστηκαν στον ισχυρισμό της διοίκησης περί δημοσίου συμφέροντος, αλλά στηρίχθηκαν στα στοιχεία του φακέλου και στους ισχυρισμούς των αιτούντων: